- προτελειωσαμένη
- προτελειόωperform preliminary initiationaor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτελειώ — όω, Α [τελειῶ] 1. (κατά τον Ησύχ.) «προτελειωσαμένη προμυησαμένη» 2. παθ. προτελειοῡμαι, όομαι (για πράξη) εκτελούμαι προηγουμένως («καταγέγραμμαι κατὰ τὰ προτετελειωμένα γράμματα ἐνεχυρασίας») … Dictionary of Greek